Φιλόχαρες

Φιλόχαρες
Φιλοχάρης
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλοχαρές — οῡς, τὸ, Α βλ. φιλοχαρής …   Dictionary of Greek

  • φιλοχαρής — ές, Α 1. αυτός που αγαπά την χάρη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοχαρές ονομασία τού φυτού πράσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χαρής (< χαίρω), πρβλ. εὐ χαρής, πολυ χαρής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”